λυπάμαι

λυπάμαι
regretter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • λυπάμαι — (σπάν. λυπούμαι), λυπήθηκα, λυπημένος βλ. πίν. 79 Σημειώσεις: λυπάμαι : η μτχ. λυπημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που νιώθει ή εκφράζει, φανερώνει λύπη) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λυπάμαι — βλ. λυπώ …   Dictionary of Greek

  • The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 …   Wikipedia

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • επικάμνω — ἐπικάμνω (Α) στενοχωριέμαι για κάτι, λυπάμαι κατόπιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμνω «κουράζομαι, λυπάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — λύπησα, λυπήθηκα, λυπημένος 1. θλίβω, πικραίνω, δυσαρεστώ: Η αχαριστία του με λύπησε. 2. το μέσ., λυπούμαι και λυπάμαι, α. ως αμτβ., αισθάνομαι λύπη, δυσαρεστούμαι: Λυπήθηκα που δεν ήρθες. β. ως μτβ., συμπονώ κάποιον: Τον λυπήθηκε και του έδωσε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • Singles (Despina Vandi album) — Singles Compilation album by Despina Vandi Released December 12, 2006 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”